- δακρυόρροια
- η мед. слезоточивость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δακρυόρροια — η βλ. δακρύρροια … Dictionary of Greek
ακροκεφαλία — Παθολογική παραμόρφωση του κρανίου που προκαλείται από την πρόωρη συνοστέωση ορισμένων ραφών με αποτέλεσμα να αυξάνεται το ύψος του κεφαλιού και να αποκτά το κεφάλι σχήμα πυργοειδές. Η α., που πιθανώς οφείλεται σε ορμονικές διαταραχές,… … Dictionary of Greek
δακρύρροια — και δακρυόρροια, η (AM δακρύρροια) [δακρύρροος] η ροή δακρύων από τα μάτια, το κλάμα νεοελλ. παθολογική, άφθονη ή ακατάσχετη εκροή δακρύων … Dictionary of Greek